ἐβλάστησεν

ἐβλάστησεν
βλαστάνω
bud
aor ind act 3rd sg
βλαστάω
bring forth
aor ind act 3rd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευθαλής — (I) ές (ΑΜ εὐθαλής, ές) αυτός που έχει πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, ο θαλερός (α. «τοῑς εὐθαλέσι τῶν δένδρων», Πλούτ. β. «εβλάστησεν η κόρη... και ευθαλής», Διγ. Ακρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθαλές η θαλερότητα («τὸ εὐθαλὲς τῆς ψυχῆς», Φίλ.).… …   Dictionary of Greek

  • χιονάτος — η, ο / χιονάτος, η, ον, ΝΜ 1. λευκός σαν το χιόνι, χιονώδης (α. «κλαδιά και τρόπαια και φτερά χιονάτα», Παλαμ. β. «ἐβλάστησεν ἡ κόρη πανεύμορφος καὶ εὐθαλής, ὡραία, χιονάτη», Διγεν. Ακρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η Χιονάτη πασίγνωστη ηρωίδα παιδικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”